kmamelis@the. forthnet.gr
Φανάρι, Τσιμισκή. Κόκκινο. Βροχή δυνατή. Σχεδόν καταρρακτώδης. Βιαζόμουν. Ξέρεις, προτάσεις, ραντεβού, τηλέφωνα, «το κόμμα να τραβάει από το μανίκι!», ΔΝΤ, spreads…
Το 500ράκι κοκάλωσε.
Μέσα από τα νοτισμένα τζάμια τη διέκρινα αμέσως. Αβαφη, περήφανη ομορφιά.
Ματόκλαδα, λούλουδα του κάμπου. Χυτά μαύρα μαλλιά, ξέπλεκα, στον αέρα. Στιλπνά και φωτεινά από την ανάμειξη της βροχής με τον αναιμικό, κίτρινο, δημοτικό φωτισμό. Σταγόνες στα μάγουλα και βλέμμα παρακλητικό για την συντομότερη δυνατή διανομή των διαφημιστικών που στοιβάζονταν δίπλα, στο κοντινό περίπτερο.
Ηταν τόσο όμορφη! Θα 'τανε στα 19, θα την έλεγαν Ελένη ή Αλκηστις ή (πιθανότερο) Μαρία, κάτοικος Νικόπολης, β' εξάμηνο ΤΕΙ. Πατέρας οικοδόμος- άνεργος- μάνα στο σπίτι, η 80χρονη γιαγιά στο κρεβάτι και ο 22χρονος αδελφός στην πρέζα, να λιώνει κάθε μέρα.
Ο επεξεργαστής του εγκεφάλου (intel cuore 2 duo extreme - 3,06 GHZ) τη φωτογράφισε ασπρόμαυρα, με τις σκιές της απελπισμένης τιμιότητας ανάγλυφες στις παρειές και την αγωνία στα μάτια (πράσινα, αμυγδαλωτά) να εξαντλήσει με τελειότητα τη συμβατική της υποχρέωση, να τα μοιράσει χέρι-χέρι, με συνοδεία γλυκόπικρου «ευχαριστώ» στους βιαστικούς διαβάτες. Επρεπε να ξοδιάσει, χωρίς παρατηρήσεις του «επιθεωρητή» που συνήθιζε να την «τσεκάρει» σκληρά, αφού απέρριπτε σιωπηρά -πλην ηχηρά- την επίμονη σεξουαλική παρενόχλησή του (όπως κομψά ονομάζεται πλέον ο έμμεσος βιασμός).
Οχι ότι δεν ήξερε τη δουλειά, αλλά να, φοβόταν μήπως της ξεφύγουν δύο μαζί, μέσα στη βιάση, μήπως πέσουν κάποια στο πεζοδρόμιο και την «τιμωρήσουν» με τη γνωστή παρακράτηση. «Μείον 20% γλυκιά μου», θα έλεγε το αφεντικό. Κι ήταν σημαντικό γι' αυτήν να εισπράξει, σήμερα, τα 20 ευρώ του άθλιου μεροκάματου της βροχής.
Για τον επιούσιο.
Πέφτει πράσινο. Βυθισμένος στις σκέψεις της μορφής και στην αποκωδικοποίηση της τρεμάμενης συνείδησής της, έχασα το δευτερόλεπτο της αντίδρασης κι αμέσως ο οπίσθιος νεοέλληνας με το θηριώδες Cherokee (αλαζόνας μικροαστός) κορνάρισε (προφανώς «στολίζοντας» το 500άρι μου).
Ο ηλίθιος θόρυβος της κόρνας με προσγείωσε.
Κι όπως έφευγα γκαζωμένος σαν ν' άκουσα (από το υπερπέραν; από την Ελένη ή Άλκηστη ή (πιθανότερο) Μαρία;) την κραυγή σαν τον στίχο «ό-ι, ό-ι μάνα μου», ενώ ταυτόχρονα «το φεγγάρι δε βγήκε και η βρόχα έπεφτε ράιτ θρου»**.
**Γιώργος Ζαμπέτας
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΕΛΗΣ, είναι δικηγόρος
Πηγή: ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ 24.03.2010 - Πίνακας της Carmen Kroese
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου