Για να θυμούνται οι παλιοί κα να μαθαίνουν οι νέοι.
Τα πολύ παλιά χρόνια αλώνιζε στο πέλαγος του Αιγαία η πιο όμορφη και πιο περήφανη γαλέρα του κόσμου. Όνομα δεν έφερε. Μόνο δύο φλάμπουρα πάνω στο κατάρτι της, τόνα πούγραφε Σεμνότης και το άλλο Ταπεινότης, πρόδιναν το μεγαλείο της.
Αλώνιζε και θρυττανελούσε πως ήταν η ομορφότερη που οι θάλασσες και τα θηρία της είδαν ποτέ. Κι' αν δεν ήταν πολυτάξιδη: Αιγαίο, Μέλας Πόντος, Βαρβαρία, πέλαγος της Αφροδίτης, είχαν υποκύψει στη σαγήνη των λυρισμών της. Και εξ εώας έως των κορυφών του Άτλαντα και τη γη των Εσπερίδων, και εκ βορράν έως νότου, πάσαι αι φυλαί υμνούσαν το κάθε πέρασμά της.
Σαν την πολύφερνη νύφη καμάρωνε, γιατί πιο όμορφή της, πιο τσαχπίνα άλλη δεν υπήρξε και δεν υπήρχε. Οι αυτοκράτορες που την είχαν φτιάξει, έτσι της είχαν πει.
-Είσαι η καλύτερη. Μας φέρνεις από χώρες μακρινές και εγγύτερες όλα τα καλά. Και μέριμναν περί σου, υπερτέραν διαθέτουμε. Και σου δίνουμε το καλύτερο πλήρωμα: καπετάνιους, κωπηλάτες, μηχανικούς, μαγείρους, λαντζιέρηδες. Και αστρολόγους και σοφούς και ποιητές και αυλητές και αυλήτριες. Τη νύχτα να σε νανουρίζουν, το πρωί να σε κάνουν πιο σοφό, τα δειλινά να σε μαγεύουν.
Και διέσχιζε η γαλέρα τους μυχούς των όμορφων νησιών και τα πέλαγα και τις θάλασσες και τους ωκεανούς αμέριμνη. Και οι μέρες και οι μήνες και οι ενιαυτοί περνούσαν όλο και πιο αμέριμνα, όλο και πιο ηδονικά. Και μαύρες σκέψεις δεν φάνηκαν, οι νύχτες γίνονταν κρυφές αγκαλιές και οι χειμώνες φτερουγίσματα αγγέλων.
Πέρασαν σχεδόν ενιαυτοί πέντε, πότε διάβηκαν σκεφτόταν στην ανάπαυλα της μακαριότητας η όμορφη γαλέρα. Και ξανά αφήνονταν στο θρόισμα των κυμάτων και στην ευδαιμονία της σιγουριάς. Γιατί ήταν η καλύτερη, η καταλληλότερη. Έτσι της είχαν πει. Μα και οι καπεταναίοι, και οι κωπηλάτες, και οι μηχανικοί, και οι μάγειροι, και οι λαντζιέρηδες. Και οι σοφοί αστρολόγοι, και όλοι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές και οι αυλητές και οι αυλήτριες με αιθέρια φωνή τη νανούριζαν: Είσαι η καταλληλότερη. Και ακούγονταν το νανούρισμα σαν μουσική θεϊκή, σαν ουράνια μελωδία, ώσπου...
...ώσπου, μίαν όμορφην ημέραν, ανήμερα του Αγίου Σώζοντος του εκ Λυκαόνων,
...Εκεί κατά τη μεριά, που παλιότερα ήξερε να βγάζει τη γλώσσα στα αφρισμένα κύματα και στα θηρία της θάλασσας,
...Εκεί στις ξέρες της χώρας των δέθ, όπου βασιλείς γύμνασαν και δοκίμασαν τη σοφία τους, και άλλοι απέτυχαν και άλλοι ευτύχησαν, ...
...Εκεί η πιο όμορφη και η πιο περήφανη γαλέρα, λησμονώντας μια παλιά προφητεία, έγινε συντρίμμια και σκέλεθρο άχαρο και σκοτεινό στα βάθη της θάλασσας της χώρας των δέθ.
Και, όταν το χτικιό κτύπησε την όμορφη γαλέρα, οι μελωδίες των αυλητών και οι παρηγορίες των σοφών και οι ρύμες των ποιητών χάθηκαν μεμιάς, σαν να κιότεψαν απρόσμενα. Ούτε θρήνος, ούτε μνήμη, ούτε στερνό αντίο.
Μόνο ένα φλάμπουρο έμεινε να θυμίζει την όμορφη γαλέρα, που δεν είχε ούτε όνομα και τώρα δεν έχει ούτε μνημόνευση. Ένα φλάμπουρο με το μισό της παραγκώμι, και ένας κωπηλάτης. Πάνω στα κατάμαυρα βράχια, που περιφρονητικά επί πέντε ενιαυτούς διέσχιζε, η περήφανη γαλέρα.
Ένα φλάμπουρο και ένας κωπηλάτης, να δέρνονται από τα κύματα που μανιασμένα, ακόμα και τις μελιχρές ημέρες του μήνα που η Περσεφόνη διάβαινε για τον κάτω κόσμο, λες και όλα τα στοιχειά είχαν συναχθεί στη χώρα τούτη των δέθ, να καταπιούν και να εκδικηθούν την περήφανη γαλέρα.
Ενα φλάμπουρο και ένας κωπηλάτης....
....παραδαρμένος από τη μανία των στοιχειών, δεν μπορούσε να μην θυμηθεί την αρχαία προφητεία πούλεγε πως τούτη η γαλέρα θα χανόταν έτσι , ανώνυμη και αμνημόνευτη. Και έλεγε η προφητεία πως η γαλέρα τούτη δεν είχε ούτε ομορφιά, ούτε σοφία. Πως της έδωσαν άλλης την ομορφιά και άλλης τη σοφία. Έλεγε πάλι, η προφητεία, πως τάχα κάποιοι την έδωσαν στα στοιχειά της θάλασσας να παίξουν μαζί της.
...Μόνο ένα φλάμπουρο και ένας κωπηλάτης, τίποτα άλλο.
Και τούτες οι ρύμες, σαν θρήνος μιας γοργόνας των παραμυθιών, σαν επίκληση στο ρημαγμένο στο βυθό σκέλεθρο:
Περήφανη γαλέρα μου,
φλάμπουρο λουλουδάτο,
τι στέκεσαι και καρτερείς
και δεν κινάς φουσάτο;
Πηγή: Ανωνύμου Λόγος
4/10/09
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου