Από μικιός εγροίκουνε τη μάνα μου να λέει:
Τα «σπρεντ», παιδί μου, πρόσεχε να μη σε φαν’ τα χρέη.
Αν δανειστείς ένα αβγό κι αργήσεις να το δώσεις
θα χρειαστείς σκιας τέσσερα για να το ξεπλερώσεις.
Δε θα ’χεις και θα πολεμάς να δανειστείς απ’ άλλο
κι ετσά το «σπρεντ» σου θα γενεί ακόμη πλια μεγάλο.
Κι αν μάλιστα μουγκρίσουνε στη γειτονιά δυο… χοίροι
εγούγια σου κι αλλοίμονο του μαυροκακομοίρη.
Κι ανέ γκανίσει... γάιδαρος στη γειτονιά την… πέρα
το «σπρεντ» σου θα ξετιναχτεί στα ύψη σα ντη σφαίρα.
Ετότες… «φίλους» δανειστές όσους κι αν θες θα βρίστεις,
μόνο θα ξεγυμνώνεσαι κι ομπρός τωνε θα σκύφτεις.
Θα κάνουνε στο σπίτι σου «φύλλο φτερό» τα πάντα
και να κατέεις πως σ’ αυτούς θ’ ανήκουν τα κουμάντα.
Στο στάβλο σου θα μπαίνουνε συχνά για να θωρούνε,
οι πετεινοί πού κράζουνε κι οι γι – όρθες πού γεννούνε.
Και θα σου λένε: «Κόψε ντων και ρόβι και κριθάρι
και να τα τρώνε μοναχά οι… χοίροι κι οι… γαϊδάροι.
Οι γι – όρθες το ξερόχορτο, ίσα να μην ψοφούνε
και να τσοι βάνεις και πρωί και βράδυ να γεννούνε.
Κι ανέ μπεράσεις μια βολά δίχως αβγό να πιάσεις,
εκείνηνά την όρνιθα να την… ξεπουπουλιάσεις».
Γι’ αυτό σου λέω, γιόκα μου, μην κάνεις τέθοια λάθη
κι όπου θα φτάν’ η χέρα σου να θέτεις το καλάθι.
Για έναν αβγό που θέλησες να δώσεις στο κοπέλι
ως και το τρισεγγόνι σου να το πλερώνει θέλει.
Τέθοια ’λεγεν’ η μάνα μου, συγχωρεμένη να ’ναι
κι εγώ δεν άφην’ άδικα τα λόγια τζη να πάνε.
Δεν ήθελα τα δανεικά, ως κι αν τα θέλαν’ άλλοι,
απού τα παίρνανε μερκοί, φορές, με το τσουβάλι.
Ήλεγα: πράμα δε χρωστώ και πράμα δε φοβούμαι
κι ας πάνε να ρωτήξουνε ποιος είμαι κι από πού ’μαι.
Μα ’ρθανε Κωστογιώργηδες και Γιωργηδοκωστήδες,
με τσοι τρακόσους τση Βουλής, ως άλλοι «Λεωνίδες».
Κι είπανε το ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ σ’ Αμερική κι Ευρώπη
κι εκείνοι εμπουκάρανε κι εκάμασί με… τόπι.
Γιώργης Λέκκας
Τα «σπρεντ», παιδί μου, πρόσεχε να μη σε φαν’ τα χρέη.
Αν δανειστείς ένα αβγό κι αργήσεις να το δώσεις
θα χρειαστείς σκιας τέσσερα για να το ξεπλερώσεις.
Δε θα ’χεις και θα πολεμάς να δανειστείς απ’ άλλο
κι ετσά το «σπρεντ» σου θα γενεί ακόμη πλια μεγάλο.
Κι αν μάλιστα μουγκρίσουνε στη γειτονιά δυο… χοίροι
εγούγια σου κι αλλοίμονο του μαυροκακομοίρη.
Κι ανέ γκανίσει... γάιδαρος στη γειτονιά την… πέρα
το «σπρεντ» σου θα ξετιναχτεί στα ύψη σα ντη σφαίρα.
Ετότες… «φίλους» δανειστές όσους κι αν θες θα βρίστεις,
μόνο θα ξεγυμνώνεσαι κι ομπρός τωνε θα σκύφτεις.
Θα κάνουνε στο σπίτι σου «φύλλο φτερό» τα πάντα
και να κατέεις πως σ’ αυτούς θ’ ανήκουν τα κουμάντα.
Στο στάβλο σου θα μπαίνουνε συχνά για να θωρούνε,
οι πετεινοί πού κράζουνε κι οι γι – όρθες πού γεννούνε.
Και θα σου λένε: «Κόψε ντων και ρόβι και κριθάρι
και να τα τρώνε μοναχά οι… χοίροι κι οι… γαϊδάροι.
Οι γι – όρθες το ξερόχορτο, ίσα να μην ψοφούνε
και να τσοι βάνεις και πρωί και βράδυ να γεννούνε.
Κι ανέ μπεράσεις μια βολά δίχως αβγό να πιάσεις,
εκείνηνά την όρνιθα να την… ξεπουπουλιάσεις».
Γι’ αυτό σου λέω, γιόκα μου, μην κάνεις τέθοια λάθη
κι όπου θα φτάν’ η χέρα σου να θέτεις το καλάθι.
Για έναν αβγό που θέλησες να δώσεις στο κοπέλι
ως και το τρισεγγόνι σου να το πλερώνει θέλει.
Τέθοια ’λεγεν’ η μάνα μου, συγχωρεμένη να ’ναι
κι εγώ δεν άφην’ άδικα τα λόγια τζη να πάνε.
Δεν ήθελα τα δανεικά, ως κι αν τα θέλαν’ άλλοι,
απού τα παίρνανε μερκοί, φορές, με το τσουβάλι.
Ήλεγα: πράμα δε χρωστώ και πράμα δε φοβούμαι
κι ας πάνε να ρωτήξουνε ποιος είμαι κι από πού ’μαι.
Μα ’ρθανε Κωστογιώργηδες και Γιωργηδοκωστήδες,
με τσοι τρακόσους τση Βουλής, ως άλλοι «Λεωνίδες».
Κι είπανε το ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ σ’ Αμερική κι Ευρώπη
κι εκείνοι εμπουκάρανε κι εκάμασί με… τόπι.
Γιώργης Λέκκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου