Να τα πούμε;
Ρώτησε βιαστικά, με κείνη τη βιάση των μικρών να γίνουν μεγάλοι. Να μπορέσουν πράματα και θάματα.
Μόλις τον είδα σκέφτηκα το κοινότυπο τραγουδισμένο του κυρ-Νιόνιου. Δεν μπορείς να «κρυφτείς» απ΄ τα παιδιά. «Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Τα αθώα μάτια των παιδιών που σε κοιτάζουν διεισδυτικά, σε «ψάχνουν» διαβάζοντας τις ενοχές σου για τον ετήσιο απολογισμό που αρνείσαι να καταγράψεις.
Ανεπαίσθητα σε συλλαμβάνουν να αποφεύγεις το λογιστήριο της ψυχής σου, που νόμισε ότι θα ξεφύγει με μια συνδρομή στη Unicef, έναν Ριζοσπάστη, μια πορεία του Πολυτεχνείου, μια συζήτηση στον «Ανδρέα».
Κι εσύ ακούς το μεταλλικό κύμβαλο που ρυθμικά, τακτικά, χτυπά τα κάλαντα κι αναπηδούν εντός σου οι μικρές ερινύες για όσα έπραξες και δεν έπραξες τούτη τη χρονιά που φεύγει. Και σε σπαθίζουν, άθλιε μικροαστέ, που η νιότη σου έδειχνε πως θα γινόσουν άλλος.
Πάνω στην πέτρα της σιωπής σου, ενδεδυμένη με τις καλλίτερες μουσικές κινηματογραφικές επενδύσεις των Morricone, Vangelis, Jarre και Μίκη (αχ! εκείνη η «καταδίωξη» του Ζ!),μέσα στα βιολετιά χρώματα «της ώρας του λύκου» που φοβάσαι, αναγνωρίζεις ότι στερήθηκες τα τετράγωνα πλακάκια της μικρής πλατείας που κάλυπταν το «κουτσό» σου.
Δεν μέτρησες φέτο πόσα περιστέρια ήρθαν στο περβάζι σου και κουτσούλισαν….
Πόσες βενετσιάνικες μάσκες έκρυψαν τις ρυτίδες σου….
Πόσοι θαλασσινοί καθρέφτες, χρυσοποίκιλτοι από τον ήλιο που βουτά στην αρμύρα, σε παρέσυραν σε συναισθηματισμούς κι αναζητήσεις των γεύσεων των φιλιών της εφηβείας, σε ενοράσεις των γυναικείων «οκτώ» που εισήλθες (γρήγορα-γρήγορα) πριν νιώσεις τον αγέρα να σου φεύγει μέσα από τα δάκτυλα (που απίθωνες σε στιβαρά σώματα)….
Πόσα βήματα της «παιντούσκας» δεν τόλμησες, ενώ ο ποιμενικός αρχέγονος άσκαυλος του νου σε ταξίδευε στα αρώματα και στους ιδρώτες των αγγιγμάτων μέσα στα θερινά τα σινεμά «ο Παράδεισος»…..
Πως ο χρόνος που φεύγει (κι έρχεται) μαζί με το χιονιά και το βαρδάρη μαζεύει τα ξερά φύλλα, απ τες θύμισες σου, στις γωνιές της συνείδησης, στις κόγχες του «καθωσπρεπισμού» που τρέμει μπρος στις μοναχικές γεροντικές στιγμές της αμίλητης συντροφιάς των dvd των εφημερίδων….
Κι ενώ οι εξαίσιες ορχήστρες του Albinoni και του Smetana τρεμοπαίζουν την ψυχή σου, με τα oboe που ηχούν σαν τα κουπιά που λάμνουν τις βάρκες των μυωπικών οφθαλμών σου (σχίζοντας τις παγερές, πεισιθάνατες, άρρωστες νυχτιές), με τους χυμούς των σκέψεων (τύψεων;) να περιδινίζονται στις μελαγχολικά επίμονες βροχές των διαύλων του υποσυνειδήτου…
Με τις εικόνες της Αφρικής παρούσες, κατήγορους της λούμπεν περίκλειστης μακάριας και ψεύτικης θαλπωρής σου…
Κι ενώ οι αργόσυρτοι αγιορείτικοι πλάγιοι ήχοι, βυζαντινά string quartets, σμίγουν με τα γεφύρια και τα νερά, τις ρίζες των βράχων και το «ιασεμί» της αυλής των παιδικών σου χρόνων, σίμωσαν, ξέπνοα φεγγάρια, κρυμμένα στα σύννεφα των οραμάτων για την ματαίως (;) αναμενόμενη «κόκκινη» πλάση….
Ο Μιχάλης με το τρίγωνο και τα αθώα μάτια, διέκοψε τους συνειρμούς, έφτασε στο τέλος.
Σε προσγείωσε.
Δεν σ΄ άφησε καν να δακρύσεις.
Έστω, αυτό το δάκρυ, ως τελικό ετήσιο ισοζύγιο των χρεοπιστώσεων, μικρών ευτελών που έπραξες και μεγάλων που αρνήθηκες.
Και του χρόνου, φώναξε ο γαβριάς Μιχάλης κι έτεινε θαρρετά το χέρι, ελπίζοντας σε χάρτινα (κι όχι κέρματα!).
Του χρόνου!, ανταπαντάς μπουκωμένος.
Για τα μεγάλα! ξεσπάς.
Με ελπίδες κι οράματα ζωντανά!
Σαν τα μάτια του μικρού Μιχάλη με το τρίγωνο.